Η εγκυμοσύνη αποτελεί μια καθ’ όλα φυσιολογική κατάσταση. Στην ενότητα αυτή όμως θα αναπτύξουμε επιγραμματικά κάποιες παθολογικές καταστάσεις που σχετίζονται ή συμβαίνουν στην εγκυμοσύνη και προκαλούν ερωτηματικά ή απορίες.
Είναι παθήσεις, άλλοτε συνυπάρχουσες άλλοτε όχι, που δεν πρέπει να μας ανησυχούν καθώς με τη βοήθεια του μαιευτήρα σας ρυθμίζονται και η εγκυμοσύνη κυλά ομαλά. Ενίοτε είναι και καταστάσεις όπως μια εγκυμοσύνη που δεν «πήγε» καλά, όμως πρέπει να σκεφτόμαστε θετικά και να το αντιμετωπίζουμε ψύχραιμα.
Πρόκειται για τη διακοπή της κύησης πριν από την 24η εβδομάδα.
Πρώιμη είναι εκείνη η οποία συμβαίνει πριν από τη 12η εβδομάδα και όψιμη εκείνη η οποία συμβαίνει στο διάστημα από τη 12η έως την 24η εβδομάδα. Μια στις δέκα κυήσεις καταλήγουν σε αποβολή, από τις οποίες το 75% παρατηρούνται πριν από την 8η εβδομάδα.
Το 80% των αποβολών, ειδικά των πρώιμων, οφείλονται σε κακή εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου ή σε χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Άλλες αιτίες οι οποίες προκαλούν τις αποβολές μπορεί να είναι ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας (π.χ. δίκερως μήτρα) και παράγοντες όπως ινομυώματα, πολύποδες, ορμονικά αίτια, η χρήση τοξικών ουσιών, ο αρρύθμιστος διαβήτης, η θρομβοφιλία, διάφορα νοσήματα ανοσοποιητικού, λοιμώξεις κλπ.
Τα συμπτώματα της αποβολής είναι συνήθως αιμορραγία και πόνος.
Εξωμήτριο ή έκτοπη κύηση έχουμε όταν το γονιμοποιημένο ωάριο εμφυτεύεται εκτός της κοιλότητας της μήτρας με την εμφύτευση στο μεγαλύτερο ποσοστό να αφορά τη σάλπιγγα.
Τα αίτια είναι ανατομικές ανωμαλίες διάπλασης των σαλπίγγων, σαλπιγγίτιδες κυρίως γονοκοκκικής και χλαμυδιακής αιτιολογίας, προηγηθείσες επεμβάσεις στις σάλπιγγες, ενδομητρίωση, χρήση ενδομήτριων σπειραμάτων (σπιράλ), ορμονικές διαταραχές κλπ. Όλα αυτά μπορούν να προκαλέσουν ολική ή μερική απόφραξη στις σάλπιγγες με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η μετάβαση του γονιμοποιημένου ωαρίου στην ενδομήτρια κοιλότητα.
Η διάγνωση της έκτοπης κύησης και ειδικότερα στα αρχικά στάδια δεν είναι εύκολη κι αυτό γιατί τα συμπτώματά της είναι τα ίδια με μιας φυσιολογικής ενδομήτριας κύησης. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή γιατί η ρήξη της εξωμητρίου είναι απειλητική κατάσταση για τη ζωή της ασθενούς.
Η διάγνωση γίνεται με τη μέτρηση της β χοριακής γοναδοτροπίνης (β-HCG) και με το ενδοκολπικό υπερηχογράφημα.
Ο όρος ανεπάρκεια τραχήλου περιγράφει την παθητική και ανώδυνη διαστολή του τραχήλου και άρα την ανικανότητα του να συγκρατήσει το κύημα εντός της μήτρας για όλο το χρονικό διάστημα της εγκυμοσύνης προκειμένου να συμπληρωθεί η ανάπτυξή του. Έτσι κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου της κύησης και σε απουσία συσπάσεων της μήτρας, έχουμε ανώδυνη μείωση του μήκους του τραχήλου και αύξηση της διαμέτρου του ενδοτραχηλικού σωλήνα, ιδίως στην περιοχή του έσω τραχηλικού στομίου.
Το διακολπικό υπερηχογράφημα στη διάρκεια της κύησης μας δίνει σημαντικές πληροφορίες καθώς φαίνεται πως οι πιθανότητες για πρόωρο τοκετό είναι αντιστρόφως ανάλογες με το μήκος του τραχήλου.
Η διάγνωση της ανεπάρκειας τραχήλου δυστυχώς διαγιγνώσκεται μόνο κατά τη διάρκεια της κύησης ή όταν αυτή έχει εμφανιστεί σε προγενέστερη κύηση και τότε χρήζει άμεσης αντιμετώπισης και στενής παρακολούθησης.
Συνιστάται ανάπαυση και κατάκλιση πέραν των μαιευτικών παρεμβάσεων (περίδεση τραχήλου κλπ.) που μπορούν να γίνουν, καθώς η πιθανότητα πρόωρου τοκετού είναι μεγάλη.
Ως πρόωρος τοκετός ορίζεται κάθε τοκετός που πραγματοποιείται από την 24η μέχρι την 37η εβδομάδα της κύησης.
Η συχνότητα του ανέρχεται σε 4-10 % των συνολικών κυήσεων. Τα ακριβή αίτια που προκαλούν τον πρόωρο τοκετό τις περισσότερες φορές δεν είναι γνωστά. Υπάρχουν ποικίλοι παράγοντες στην έμβρυο-πλακουντο-μητρική μονάδα, η παρουσία των οποίων σε μια κύηση προδιαθέτει στην εμφάνιση πρόωρου τοκετού.
Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να είναι:
Ως πρόωρη ρήξη υμένων ορίζεται η αυτόματη ρήξη των εμβρυικών υμένων πριν από την έναρξη του τοκετού. Αν η ρήξη συμβαίνει πριν την 37η εβδομάδα της κύησης τότε ορίζεται ως πρώιμη πρόωρη ρήξη υμένων.
Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση των παθήσεων του θυρεοειδούς στην εγκυμοσύνη, από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες, είναι καθοριστική για την ομαλή έκβαση αυτής και για αυτό καλό είναι ο αιματολογικός έλεγχος των θυρεοειδικών ορμονών να γίνεται στην αρχή της εγκυμοσύνης.
O υποθυρεοειδισμός είναι η συχνότερη διαταραχή του θυρεοειδούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αν και ο πραγματικός κλινικός, εγκατεστημένος υποθυρεοειδισμός είναι σπάνιος γιατί θα προκαλούσε υπογονιμότητα ή/και αποβολές. O υπερθυρεοειδισμός, από την άλλη, παρουσιάζεται περίπου σε 1 στις 1.000 εγκύους. Στο 90-95% των περιπτώσεων, αφορά τη νόσο Graves (αυτοάνοση μορφή υπερθυρεοειδισμού). Εάν έχετε όζους στο θυρεοειδή, αυτοί κατά κανόνα, αντιμετωπίζονται μετά τον τοκετό, ενώ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης η παρακολούθηση των όζων γίνεται με υπερηχογραφήματα, εφόσον κρίνεται απαραίτητο.
Το κυριότερο σημείο στη διερεύνηση της θυρεοειδικής λειτουργίας είναι ο προσδιορισμός της TSH που συστήνεται ως η αρχική δοκιμασία πληθυσμιακού ελέγχου.
Ο σακχαρώδης διαβήτης της εγκυμοσύνης είναι μια μορφή διαβήτη που εμφανίζεται συνήθως στο τέλος του δεύτερου τριμήνου της εγκυμοσύνης. Αφορά το 4-8% του συνόλου των κυήσεων και εμφανίζεται πιο συχνά σε παχύσαρκες γυναίκες.
Οφείλεται στην αντίσταση στην ινσουλίνη εξαιτίας ορμονών του πλακούντα που επιτείνουν αυτή την αντίσταση με αποτέλεσμα διαταραχή στο μεταβολισμό της γλυκόζης. Συνήθως υποχωρεί πλήρως μετά τον τοκετό.
Οι γυναίκες που έχουν αρρύθμιστο διαβήτη στην εγκυμοσύνη, είναι πολύ πιθανό να κυοφορούν έμβρυα μεγάλου βάρους (μακροσωμία νεογνού), πράγμα το οποίο ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στον τοκετό (δυστοκίες, τραυματισμοί, αυξημένες καισαρικές τομές). Επίσης έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο πρόωρου τοκετού και εμφάνισης προεκλαμψίας ενώ τα μωρά μετά τον τοκετό έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ίκτερου, αναπνευστικής δυσχέρειας και υπογλυκαιμίας. Αργότερα στη ζωή, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν παιδική και εφηβική παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 στην ενήλικη ζωή τους.
Σήμερα μια διαβητική έγκυος, η οποία έχει σωστή μαιευτική και ενδοκρινολογική παρακολούθηση, δεν κινδυνεύει ούτε εκείνη ούτε το μωρό της και φτάνει αισίως στον τοκετό.
Η προεκλαμψία ή τοξιναιμία της κύησης είναι μια σοβαρή διαταραχή που μπορεί να εμφανιστεί στην εγκυμοσύνη σε οποιαδήποτε ηλικία κύησης (συνήθως μετά την 20η εβδομάδα) και μπορεί να παραμένει ακόμα και 4 έως 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό.
Ορίζεται κλινικά από αυξημένη πίεση (υπέρταση) και αυξημένη πρωτεΐνη στα ούρα (λευκωματουρία), με ή χωρίς παθολογικά οιδήματα στα άκρα, στο πρόσωπο ή γενικευμένα οπουδήποτε στο σώμα. Συμβαίνει πιο συχνά στις πρωτοτόκες, τα αίτια είναι άγνωστα αλλά ευθύνεται κατά κύριο λόγο ο πλακούντας.
Η μόνη ουσιαστική θεραπεία της προεκλαμψίας είναι ο τοκετός.
Ο όρος θρομβοφιλία προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις θρόμβος και φιλία. Σημαίνει ότι κάποια άτομα παρουσιάζουν τάση δημιουργίας θρόμβου στο αίμα τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας στους επτά Έλληνες πάσχει από θρομβοφιλία, χωρίς να υπάρχουν προειδοποιητικά σημεία και η κατάσταση αυτή, εκτός της κυήσεως, μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας όπως φλεβική θρόμβωση, αγγειακό εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο, σε συνδυασμό πάντα με επιβαρυντικούς παράγοντες όπως καθιστική ζωή, παχυσαρκία, κάπνισμα κ.λ.π.
Η εγκυμοσύνη αποτελεί από μόνη της κατάσταση αυξημένης υπερπηκτικότητας λόγω των αυξημένων επιπέδων των οιστρογόνων αλλά και λόγω της διογκωμένης μήτρας ευνοείται η φλεβική στάση. Ταυτόχρονα συμβαίνουν: α) αύξηση των επιπέδων των παραγόντων πήξεως, β) μείωση των επιπέδων των φυσιολογικών αντιπηκτικών παραγόντων και γ) μείωση της ινωδόλυσης. Αυτές προκαλούν υπερπηκτικότητα στο αίμα της εγκύου με σκοπό να προστατέψουν την έγκυο από σοβαρή αιμορραγία κατά τη διάρκεια του τοκετού. Ταυτόχρονα όμως, αυξάνεται ο κίνδυνος δημιουργίας θρόμβων, οι οποίοι είναι επικίνδυνοι αφού μπορούν να φράξουν μερικώς ή ολικώς ένα αιμοφόρο αγγείο.
Ετσι προκύπτουν επιπλοκές όπως προεκλαμψία, αποκόλληση πλακούντα, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, καθέξιν αποβολές, προωρότητα, νεογνά με χαμηλό βάρος γέννησης.
Η θρομβοφιλία διαπιστώνεται με μία σειρά αιματολογικών εξετάσεων και αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά στην πλειονότητα των περιπτώσεων.