Κλιμακτήριος ή περιεμμηνόπαυση είναι το χρονικό εκείνο διάστημα που λαμβάνει χώρα μετά τα αναπαραγωγικά χρόνια και χαρακτηρίζεται από μεταβολές στον εμμηνορρυσιακό κύκλο και συχνά από συμπτώματα, χαρακτηριστικότερα των οποίων είναι οι αγγειοκινητικές διαταραχές.
Διαρκεί 1-3 χρόνια πριν την εμμηνόπαυση.
Κατά τη διάρκεια αυτής ο κύκλος της γυναίκας παρουσιάζει ανωμαλίες (είτε βαθμιαία μείωση της ροής αίματος και της διάρκειας της περιόδου είτε συχνότερη περίοδος είτε μηνορραγίες) και η ίδια αντιμετωπίζει συμπτώματα όπως εξάψεις, εφιδρώσεις, αϋπνία κ.ά.
Εμμηνόπαυση είναι η οριστική διακοπή του εμμηνορρυσιακού κύκλου.
Λαμβάνει χώρα ως αντανάκλαση της πλήρους ή σχεδόν πλήρους διακοπής της ωοθυλακικής δραστηριότητας των ωοθηκών.
Η εμμηνόπαυση ορίζεται αναδρομικά μετά από 12 μήνες αμηνόρροιας, χωρίς την ύπαρξη άλλου προφανούς παθολογικού ή φυσιολογικού αίτιου.
Η διάγνωση της εμμηνόπαυσης γίνεται εκ των υστέρων και αφορά τη μετάβαση της γυναίκας από την αναπαραγωγική στην μη αναπαραγωγική περίοδο της ζωής της.
Η έλλειψη οιστρογόνων που ακολουθεί, οδηγεί σε ατροφικές αλλαγές στα γεννητικά όργανα. Μειώνεται η ποσότητα της τραχηλικής βλέννας όπως και οι εκκρίσεις άλλων αδένων, πράγμα που οδηγεί σε ξηρότητα του κόλπου και σε δυσπαρευνία (πόνο στην επαφή).
Ατροφικές αλλοιώσεις παρατηρούνται και στην ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα, με επακόλουθο κυστικές ενοχλήσεις. Επιπλέον, κατά την εμμηνόπαυση οι μαστοί μικραίνουν και χαλαρώνουν.
Η έλλειψη οιστρογόνων επίσης συμβάλλει στην αύξηση των καρδιαγγειακών συμβάντων και στην πιθανή εμφάνιση οστεοπόρωσης.
Η μέση ηλικία της εμμηνόπαυσης για τον Ευρωπαϊκό πληθυσμό είναι το 50ο με 51ο έτος της ηλικίας.
Ωστόσο περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορεί να επισπεύσουν τον χρόνο εγκατάστασής της. Το κάπνισμα είναι δυνατόν να επισπεύσει την εμμηνόπαυση κατά 1-2 χρόνια.
Η πρόωρη εμμηνόπαυση αφορά στην εγκατάστασή της πριν από την ηλικία των 40 ετών (όπως π.χ. συμβαίνει μετά από χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης των ωοθηκών, μετά από χημειοθεραπεία ή ακτινοβολία της κάτω κοιλίας, σε ανοσολογικές παθήσεις, καθώς και σε καταστάσεις ισχυρού shock). Είναι γνωστή με τον όρο πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια.
Καθυστερημένη εμμηνόπαυση είναι η εμφάνισή της μετά το 55ο έτος της ηλικίας.
Οφείλεται στη παύση λειτουργίας των ωοθηκών και της ικανότητας επίτευξης ωορρηξίας που επιφέρει παύση της περιόδου και μείωση των οιστρογόνων.
Το απόθεμα των ωοθυλακίων με το οποίο κάθε γυναίκα μπαίνει στην ήβη είναι γύρω στα 300.000 με 400.000 ωοθυλάκια. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας παρατηρούνται 400-500 ωορρηξίες, ενώ για κάθε ωοθυλάκιο που θα φτάσει μέχρι την ωοθυλακιορρηξία, αντιστοιχούν άλλα 1000 περίπου, τα οποία εξαφανίζονται με το φαινόμενο της απόπτωσης.
Υπολογίζεται ότι η εμμηνόπαυση επέρχεται όταν ο αριθμός των ωοθυλακίων φθάσει στα 1000, γεγονός που συμβαίνει γύρω στην ηλικία των 50 ετών. Η ωοθήκη μεταβάλλεται σταδιακά σε έναν υπερπλαστικό συνδετικό ιστό, μέσα στον οποίο υπάρχουν κάποια ωοθυλάκια με μικρή οιστρογονική δράση, τα οποία και αυτά θα εξαφανιστούν σταδιακά.
Τα συμπτώματα που προκαλεί η εμμηνόπαυση οφείλονται κυρίως στην έλλειψη οιστρογόνων και παρουσιάζονται στο 80% των γυναικών.
Το 15% αυτών των γυναικών έχουν τόσο έντονα τα συμπτώματα ώστε είναι αναγκαία η παρέμβαση του γυναικολόγου.
Οι περισσότερες νιώθουν εξάψεις που συχνά συνοδεύονται από ερυθρότητα και έντονο ιδρώτα και αίσθημα προκάρδιων παλμών, ενώ ακολουθεί ρίγος και γενικότερο αίσθημα ανησυχίας.
Διαρκούν 2-4 min και μπορεί να συμβαίνουν και κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Επίσης μπορούν να παρουσιάζονται:
Ενώ σπανιότερα μπορεί να παρουσιαστούν:
Τα συμπτώματα μπορούν να υφεθούν με:
Τέλος αφού προηγηθεί ενδελεχής εργαστηριακός έλεγχος και μετά από συνεννόηση με τον γυναικολόγο, μπορεί να χορηγηθεί θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (με τη μορφή δισκίων από το στόμα, διαδερμικών επιθεμάτων, κολπικών αλοιφών), με πολλά πλεονεκτήματα για την εμμηνοπαυσιακή γυναίκα (κατευθυντήρια οδηγία ΕΜΓΕ 61/2021).
Ο προληπτικός έλεγχος ρουτίνας μιας γυναίκας στην εμμηνόπαυση πρέπει να περιλαμβάνει:
Η οστεοπόρωση είναι η συχνότερη πάθηση των οστών. Ετυμολογικά η λέξη οστεοπόρωση προέρχεται από το οστούν (=κόκκαλο) + πορώδης (=ο έχων πόρους).
Η οστεοπόρωση χαρακτηρίζεται από έναν συνδυασμό μειωμένης οστικής μάζας και διαταραγμένης αρχιτεκτονικής των οστών που οδηγεί σε αυξημένη ευθραυστότητα με αποτέλεσμα αυξανόμενο κίνδυνο κατάγματος, καθώς μειώνεται η ανθεκτικότητα και η ελαστικότητα των οστών.
Τα κατάγματα, τυπικά είναι χαμηλής βίας, δηλαδή συμβαίνουν χωρίς να ασκείται ιδιαίτερη δύναμη π.χ. καθώς η γυναίκα εκτελεί τις συνήθεις δραστηριότητες της ή μετά από μια ήπια πτώση, άρση κάποιου αντικειμένου ή ακόμη κι από έναν έντονο βήχα. Τα οστεοπορωτικά κατάγματα συνηθέστερα εντοπίζονται στους σπονδύλους της θωρακικής και οσφυϊκής μοίρας, στην πηχεοκαρπική άρθρωση (συχνότερα την πρώτη δεκαετία μετά την εμμηνόπαυση) και στο ισχίο (κυρίως σε ηλικιωμένες γυναίκες).
Η οστεοπόρωση εμφανίζεται συνήθως μετά την ηλικία των 50 ετών (μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση), είναι πολύ συχνότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες και η συχνότητά της αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας.
Δεν παρουσιάζει συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι περνάνε αρκετά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η οστεοπόρωση συνεχώς χειροτερεύει, μέχρι να εμφανιστεί το πρώτο της σύμπτωμα, που δυστυχώς είναι το κάταγμα.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η διαπίστωση ότι οι γυναίκες που έχουν οστεοπόρωση, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν το γνωρίζουν.
Είναι σημαντικό με κάποιο τρόπο να αναγνωρίσουμε τα άτομα εκείνα που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για κατάγματα ώστε να λάβουν θεραπεία.
Δεν έχουν όλες οι γυναίκες ένδειξη για μέτρηση οστικής πυκνότητας αμέσως μόλις εισέλθουν στην εμμηνόπαυση, ενώ αντιθέτως μπορεί να έχουν ένδειξη για μέτρηση και προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Έτσι, έχουν καθοριστεί από το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) κριτήρια αναλόγως της ηλικιακής ομάδας, τα οποία είναι τα ακόλουθα:
Η διάγνωση σήμερα της οστεοπόρωσης στηρίζεται στο ιστορικό, στην κλινική εξέταση και γίνεται με την μέτρηση της οστικής πυκνότητας με μηχάνημα απορροφησιομετρίας ακτίνων Χ διπλής ενέργειας (Dual energy X-ray Absorptiometry, DXA). Η μέτρηση αυτή γίνεται στην οσφυική μοίρα της σπονδυλικής στήλης (ΟΜΣΣ, Ο1-Ο4) ή/και το ισχίο.
Από το έτος 2001, μετά το παγκόσμιο Συνέδριο Οστεοπόρωσης, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας όρισε την οστεοπόρωση με βάση τον στατιστικό δείκτη Τ-score της μέτρησης Οστικής Πυκνότητας.
T-score είναι η απόκλιση από την οστική πυκνότητα νέων υγιών γυναικών με τον ίδιο σωματότυπο.
Έτσι η ισχύουσα διαβάθμιση σήμερα είναι:
Χρησιμοποιείται επίσης και το Z-score που είναι η απόκλιση από την οστική πυκνότητα συνομήλικων υγιών γυναικών με τον ίδιο σωματότυπο.
Διαγνωστικά, χρησιμοποιούμε το T-score όταν πρόκειται για μετεμμηνοπαυσιακές και το Z-score όταν πρόκειται για προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.