Ο συστηματικός προγεννητικός έλεγχος αποτελεί κανόνα για την παρακολούθηση της ομαλής εξέλιξης της εγκυμοσύνης.
Οι επισκέψεις στο γυναικολόγο σας σε τακτική βάση γίνονται κάθε μήνα μέχρι την 32η εβδομάδα, έπειτα κάθε δυο εβδομάδες μέχρι την 36η και μετά κάθε εβδομάδα μέχρι να γεννήσετε.
Σε ανεπίπλεκτη, ομαλά εξελισσόμενη κύηση, 8 επισκέψεις στον μαιευτήρα - γυναικολόγο καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι επαρκείς.
Σε κάθε επίσκεψη μετράται η αύξηση του βάρους της μητέρας, η αρτηριακή της πίεση, γίνεται ακρόαση της καρδιάς του εμβρύου και φυσικά γίνεται υπερηχογράφημα αυτού.
Μην απογοητευθείτε αν το αποτέλεσμα του τεστ είναι αρνητικό. Τα σημερινά τεστ κύησης είναι όπως είπαμε αρκετά αξιόπιστα αλλά τίποτα δεν είναι τόσο αξιόπιστο όσο η εξέταση της ορμόνης β χοριακής γοναδοτροπίνης (εξέταση αίματος).
Η β χοριακή γοναδοτροπίνη (β-HCG), είναι η ορμόνη της εγκυμοσύνης, η οποία παράγεται από τον πλακούντα αφού εμφυτευτεί το γονιμοποιημένο ωάριο. Ανιχνεύεται στα ούρα με τα τεστ κύησης που κυκλοφορούν στα φαρμακεία αλλά πιο νωρίς με την εξέταση αίματος στο μικροβιολογικό εργαστήριο.
Επίπεδα β χοριακής στο αίμα σας λιγότερα από 5mIU/ml θεωρούνται αρνητικά για εγκυμοσύνη, ενώ οτιδήποτε πάνω από 25mIU/ml θεωρείται θετικό για εγκυμοσύνη (είστε έγκυος!).
Η περιοχή μεταξύ 5-25 είναι μία γκρίζα ζώνη και χρήζει επανάληψης σε λίγες ημέρες καθώς το πιο πιθανό είναι να ανέβει πάνω από 25.
Η εξέταση της β χοριακής γοναδοτροπίνης στο αίμα είναι ο σίγουρος τρόπος πιστοποίησης μιας εγκυμοσύνης.
Δείτε και το άρθρο στο blog μας.
Θα ερωτηθείτε για την περίοδο, τη διάρκεια, τα προβλήματά της, για τυχόν αντισύλληψη που λαμβάνατε, για προηγούμενες εγκυμοσύνες ή διακοπές αυτών. Τέλος, γυναικολογικές επεμβάσεις, καθώς επίσης και άλλες χειρουργικές επεμβάσεις.
Σε περίπτωση που δεν είναι η πρώτη εγκυμοσύνη θα ερωτηθείτε για τη διάρκεια της προηγούμενης εγκυμοσύνης ή των προηγούμενων, καθώς επίσης για την έκβαση και το βάρος των προηγούμενων παιδιών.
Ο κύριος στόχος της προγεννητικής φροντίδας είναι να συμβάλλει στη διασφάλιση της γέννησης ενός υγιούς νεογνού, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο για τη μητέρα.
Ο προγεννητικός έλεγχος περιλαμβάνει την ενδεδειγμένη κλινική, εργαστηριακή αλλά και υπερηχογραφική παρακολούθηση με στόχο την πρόληψη και έγκαιρη ανίχνευση επιπλοκών της κυήσεως.
Ξεκινάμε με τις εργαστηριακές εξετάσεις (αίματος, ούρων και κολπικού υγρού).
Στη γενική αίματος ελέγχουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του αίματος, όπως τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης, τα λευκά αιμοσφαίρια, τον αιματοκρίτη, τα αιμοπετάλια.
Η αιμοσφαιρίνη είναι η βασική πρωτεΐνη που περιέχει σίδηρο και μεταφέρει το οξυγόνο στους ιστούς και το έμβρυο. Χαμηλά επίπεδα αιμοσφαιρίνης σημαίνουν αναιμία.
Τα λευκά αιμοσφαίρια αποτελούν μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος και σε περίπτωση αύξησης τους δείχνουν λοίμωξη. Φυσιολογικά τα λευκά αιμοσφαίρια παρουσιάζουν αύξηση στην κύηση αλλά ο ιατρός σας θα κρίνει σε κάθε περίπτωση.
Τα αιμοπετάλια δείχνουν την ικανότητα του αίματος να πήζει σε περίπτωση αιμορραγίας.
Στη γενική ούρων διαπιστώνουμε τη λειτουργία του ουροποιητικού και την κατάσταση των νεφρών, όργανα που υπερλειτουργούν κατά την εγκυμοσύνη.
Ανεύρεση πολλών πυοσφαιρίων είναι ένδειξη ουρολοίμωξης. Σε αυτή την περίπτωση θα γίνει καλλιέργεια ούρων για να διαπιστωθεί το μικρόβιο και να δοθεί η ανάλογη θεραπεία.
Αν εντοπισθεί σάκχαρο στα ούρα σε δύο συνεχόμενες εξετάσεις, αυτό είναι ένδειξη διαβήτη κύησης και θα πρέπει να κάνετε ειδική εξέταση αίματος για να ελεγχθούν οι τιμές της γλυκόζης στο αίμα. Η παρουσία κετόνης στα ούρα υποδεικνύει διαταραχές στο μεταβολισμό και αποτελεί και αυτό ένδειξη διαβήτη.
Υψηλό λεύκωμα στα ούρα είναι ένδειξη προεκλαμψίας ή πιθανότατα λοίμωξης του ουροποιητικού.
Το σάκχαρο είναι αρκετά σημαντική εξέταση που μπορεί να διαπιστώσει, ακόμα και από την αρχή της εγκυμοσύνης, διαβήτη κύησης που είναι συχνότερος σήμερα.
Αργότερα στις 24-28 εβδομάδες γίνεται η δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη (καμπύλη σακχάρου) για τη διάγνωση του διαβήτη κύησης.
Η ομάδα αίματος είναι σημαντική σε περίπτωση μετάγγισης. Ο παράγων Rh (ρέζους) είναι πιο σημαντικός στην εγκυμοσύνη. Όταν βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια έχουμε ρέζους θετικό, σε περίπτωση απουσίας του έχουμε ρέζους αρνητικό.
Σε μια γυναίκα ρέζους αρνητική, αν ο σύντροφος της είναι ρέζους θετικός, ή έχει γεννήσει άλλο παιδί ρέζους θετικό, τότε χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην εγκυμοσύνη. Ο ιατρός σας θα σας εξηγήσει.
Είναι μια εξέταση με την οποία γίνεται ανίχνευση ευαισθητοποίησης του ρέζους σε ρέζους αρνητική εγκυμονούσα ή ευαισθητοποίησης από άλλα αντιγόνα ακόμα και σε ρέζους θετική γυναίκα.
Ένα θετικό αποτέλεσμα της έμμεσης Coombs στην κύηση, συνεπάγεται ότι η εγκυμονούσα έχει ευαισθητοποιηθεί στον παράγοντα ρέζους (Rh) από προηγούμενη κύηση, αποβολή ή μετάγγιση.
Η αντιμετώπιση εξατομικεύεται.
Ο σίδηρος είναι βασικό συστατικό για τη δημιουργία της αιμοσφαιρίνης και τη μεταφορά του οξυγόνου.
Συνήθως, οι γυναίκες με τη μηνιαία απώλεια αίματος λόγω περιόδου έχουν έλλειψη σιδήρου. Στη εγκυμοσύνη δίνονται συμπληρώματα σιδήρου, λόγω αυξημένης ανάγκης της μητέρας.
Η φεριττίνη εκφράζει τα αποθέματα σιδήρου στον οργανισμό.
Είναι μια εξέταση η οποία μετράει τα διάφορα είδη αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Δείχνει αν είστε φορέας του στίγματος της μεσογειακής αναιμίας ή άλλης αναιμίας.
Σε περίπτωση που η εξέταση είναι θετική πρέπει να γίνει έλεγχος του πατέρα για να διαπιστωθεί αν είναι και αυτός φορέας.
Αν έχουμε δύο θετικά αποτελέσματα (και οι δυο φορείς) πρέπει να ελέγξουμε το έμβρυο για νόσο μεσογειακής ή άλλης αναιμίας.
Η δρεπανοκυτταρική αναιμία είναι μία κληρονομική διαταραχή του αίματος η οποία επηρεάζει το σχήμα των ερυθρών αιμοσφαιρίων, τα οποία είναι αυτά που μεταφέρουν οξυγόνο σε όλα τα μέρη του σώματος.
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι συνήθως στρογγυλά και εύκαμπτα, επομένως κινούνται εύκολα μέσω των αιμοφόρων αγγείων.
Στη δρεπανοκυτταρική αναιμία, ορισμένα ερυθρά αιμοσφαίρια έχουν σχήμα δρεπανιού ή μισοφέγγαρου. Αυτά τα δρεπανοκύτταρα γίνονται επίσης άκαμπτα και κολλώδη, γεγονός που μπορεί να επιβραδύνει ή να εμποδίσει τη ροή του αίματος.
Η δρεπανοκυτταρική αναιμία περνά από το γονέα (που μπορεί να είναι φορέας χωρίς να το ξέρει καν) στο παιδί μέσω των γονιδίων (άρα είναι κληρονομική) οπότε στην εγκυμοσύνη γίνεται διερεύνηση για κίνδυνο δρεπανοκυτταρικής αναιμίας στους υποψηφίους γονείς.
Όσον αφορά τον έλεγχο λειτουργίας του θυρεοειδούς, παρότι δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία στη διεθνή βιβλιογραφία που να τον καθιστούν απαραίτητο, λαμβάνοντας υπόψιν το υψηλό ποσοστό παθήσεων του θυρεοειδούς που συναντάται στον ελληνικό πληθυσμό και τη συσχέτιση των παθήσεων του θυρεοειδούς με κακή περιγεννητική έκβαση, συστήνεται η μέτρηση της TSH κατά την πρώτη επίσκεψη.
Ελέγχεται έτσι η ρύθμιση της λειτουργίας του θυρεοειδούς, ο οποίος επηρεάζει την πορεία της εγκυμοσύνης.
Γίνεται έλεγχος για αντισώματα έναντι τοξοπλάσματος.
Το τοξόπλασμα είναι ένα παράσιτο που ζει στις ακαθαρσίες της γάτας. Τα παράσιτα επιβιώνουν για μήνες και μολύνουν το έδαφος, το χώμα, τα φρούτα και τα λαχανικά. Ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να μολυνθεί από την άμεση επαφή με τις γάτες, από κρέας μολυσμένο που δεν έχει ψηθεί αρκετά (χοιρινό, αρνί, μοσχάρι ή πουλερικά) και από ωμά λαχανικά που έχουν έρθει σε επαφή με χώμα μολυσμένο από τοξόπλασμα (περιττώματα ζώου).
Σε περίπτωση που η έγκυος δεν έχει έρθει σε επαφή με τοξόπλασμα συστήνεται ιδιαίτερη προσοχή στην υγιεινή και γίνεται τακτικός έλεγχος των αντισωμάτων.
Με τη συγκεκριμένη εξέταση διαπιστώνεται αν η έγκυος έχει αντισώματα κατά της ερυθράς. Αν δεν έχει ανοσία τότε πρέπει να αποφεύγει την επαφή με άτομα που έχουν ερυθρά.
Προτείνεται ο εμβολιασμός της γυναίκας έναντι της ερυθράς πριν από την κύηση ή μετά το πέρας της κυήσεως, προκειμένου να προστατευθούν μελλοντικές κυήσεις.
Είναι ιός με σχετικά εύκολο τρόπο διάδοσης αλλά με μικρή νοσηρότητα ή εκδήλωση συμπτωμάτων.
Αποτελεί την πιο συχνή ασυμπτωματική λοίμωξη στην εγκυμοσύνη.
Η καλή υγιεινή του σώματος και το συχνό πλύσιμο των χεριών κρίνονται απαραίτητα, ιδιαίτερα αν περιβάλλεστε από μικρά παιδιά και διανύετε το 1ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, οπότε η επαφή για πρώτη φορά με τον ιό μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη για την υγεία του εμβρύου.
Ανιχνεύονται σε ορολογικό έλεγχο το αυστραλιανό αντίγονο για τον εντοπισμό πιθανούς μόλυνσης από τον ιό της ηπατίτιδας Β καθώς και αντισώματα της ηπατίτιδας C και των ιών HIV I και ΙΙ.
Ιδιαίτερη προσοχή σε ομάδες υψηλού κινδύνου.
Η σύφιλη οφείλεται στον μικροοργανισμό ωχρά σπειροχαίτη (treponema pallidum).
Μεταδίδεται με άμεση επαφή με τις βλάβες του δέρματος ή των βλεννογόνων και τις εκκρίσεις (σίελο, σπέρμα, κολπικά υγρά) κατά τη σεξουαλική επαφή ενώ μετάδοση μπορεί να γίνει και με μετάγγιση αίματος.
Η σπειροχαίτη περνάει τον πλακούντα προς το έμβρυο λίγο πριν από το τέλος του τέταρτου μήνα της εγκυμοσύνης. Γι’ αυτό αν γίνει έγκαιρα διάγνωση και θεραπεία, πριν από το διάστημα αυτό, η μόλυνση του εμβρύου προλαμβάνεται.
Η σύφιλη σήμερα είναι σπάνιο νόσημα.
Η κυστική ίνωση (CF) είναι μια γενετική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την παραγωγή ιδρώτα με υψηλή περιεκτικότητα σε ηλεκτρολύτες και αυξημένη γλοιότητα των εκκρίσεων των εξωκρινών αδένων.
Είναι η πιο κοινή γενετική διαταραχή μεταξύ παιδιών της Καυκάσιας φυλής.
Η νόσος προκαλείται από αλλαγές σε μια πρωτεΐνη που λέγεται CFTR (cystic fibrosis transmembrane conductance regulator) η οποία κληρονομείται με αυτοσωματικό υπολειπόμενο τρόπο που αφορά μεταλλάξεις στο γονίδιο CFTR (χρωμόσωμα 7). Σχεδόν το 70% όλων των περιπτώσεων προκαλούνται από μετάλλαξη στο ΔF508 αλληλόμορφο.
Στον προγεννητικό έλεγχο ελέγχουμε τυχόν ύπαρξη του παθολογικού γονιδίου ΔF508 στη μαμά και σε περίπτωση ύπαρξης του ελέγχουμε τον πατέρα.
Ο πληθυσμιακός έλεγχος για προεκλαμψία μπορεί να πραγματοποιηθεί με βάση παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης προεκλαμψίας από το ατομικό και μαιευτικό ιστορικό της μητέρας και ξεκινά από το πρώτο τρίμηνο.
Στις έγκυες γυναίκες οι οποίες έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης προεκλαμψίας πρέπει να συστήνεται, όπου δεν υπάρχει αντένδειξη, χορήγηση περίπου 150 mg ακετυλοσαλικυλικού οξέος (salospir), καθημερινά, μετά το τελευταίο γεύμα της ημέρας, από τις 12+0 έως τις 36+0 εβδομάδες κύησης.
Στις πρώτες εβδομάδες της κύησης γίνεται πάντα μια καλλιέργεια κολπικού υγρού για να διαπιστωθεί αν υπάρχει κάποια μόλυνση που θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στην εγκυμοσύνη.
Γίνεται καλλιέργεια για μικρόβια όπως στρεπτόκοκκος group Β (GBS), Gardnerella vaginalis, βλεννόρροια, τριχομονάδες κ.α. καθώς επίσης για χλαμύδια, μυκόπλασμα, ουρεόπλασμα.
Η χρησιμότητα της καλλιέργειας κολπικού - τραχηλικού εκκρίματος προς διάγνωση βακτηριδιακής κολπίτιδας, ή κολπίτιδας από τριχομονάδα ή χλαμυδιακής και γονοκοκκικής λοίμωξης είναι αμφιλεγόμενη καθώς δεν είναι τεκμηριωμένο ότι η διάγνωση και αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων ελαττώνει τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού ή αρνητικών γενικότερα επιπτώσεων στην εξέλιξη της κυήσεως.
Παρόλα αυτά σε περίπτωση μόλυνσης δίνεται η ανάλογη θεραπεία.
Η καλλιέργεια κολπικού υγρού επαναλαμβάνεται μεταξύ 36+0 και 37+6 εβδομάδων για αποικισμό β-αιμολυτικού στρεπτόκοκκου (GBS) κυρίως που θα μπορούσε να μολύνει το έμβρυο κατά τον τοκετό.
Πρέπει να συστήνεται εμβολιασμός σε όλες τις εγκύους:
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συστήνεται η χορήγηση των εξής φαρμακευτικών σκευασμάτων από του στόματος (κατευθυντήρια οδηγία ΕΜΓΕ 60/2021):