Στο τεστ Παπ εξετάζονται κύτταρα του τραχήλου της μήτρας (κυτταρολογικό επίχρισμα) για να διαπιστωθούν τυχόν αλλαγές ή αλλοιώσεις που καλούνται δυσπλασίες και δυνητικά μπορεί να οδηγήσουν σε προ-καρκινικές καταστάσεις ή καρκίνο.
Η λήψη γίνεται από γυναικολόγο ή μαία και η εξέταση του δείγματος γίνεται από ιατρό κυτταρολόγο.
Η επιστήμη αλλά και ολόκληρος ο κόσμος οφείλει την ανακάλυψη του τεστ Παπ ή αλλιώς τεστ Παπανικολάου στον Γεώργιο Παπανικολάου, τον Έλληνα γιατρό και βιολόγο που κατά τη διάρκεια των επιστημονικών του ερευνών ανακάλυψε την πρωτότυπη για την εποχή μέθοδο των επιχρισμάτων.
Η πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου είναι σωτήρια για τη γυναίκα.
Ο καρκίνος τραχήλου της μήτρας παρέμενε μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ο τρίτος συχνότερος γυναικολογικός καρκίνος σε παγκόσμια κλίμακα (ο πρώτος είναι του μαστού).
Η εισαγωγή, ωστόσο του εμβολιασμού στην καθημερινή κλινική πρακτική φαίνεται ότι μείωσε σημαντικά την επίπτωση του και σήμερα αποτελεί πλέον την τέταρτη συχνότερη μορφή καρκίνου στις γυναίκες (μετά από τον καρκίνο του μαστού, του παχέος εντέρου και του πνεύμονα).
Ωστόσο, μπορεί να διαγνωστεί έγκαιρα με το τεστ Παπ που δείχνει εάν υπάρχουν ύποπτες αλλοιώσεις των κυττάρων οι οποίες μπορεί, αν αφεθούν, να εξελιχθούν σε καρκίνο.
Σε γυναίκες που δεν ελέγχονται τακτικά με τεστ Παπανικολάου, ο καρκίνος του τραχήλου μπορεί να αναπτύσσεται δίχως να γίνει αντιληπτός καθώς δεν δίνει συμπτώματα. Όταν τα συμπτώματα εμφανιστούν, η νόσος θα βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο.
Με το τεστ Παπ μπορούν επίσης να ανιχνευτούν ορισμένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, λοιμώξεις όπως κολπίτιδες, τραχηλίτιδες ενώ ελέγχεται η ορμονική λειτουργία όπως και η χορήγηση ορμονικών σκευασμάτων μέσω της επίδρασης τους στη μορφολογία των κυττάρων που εξετάζονται.
Η λήψη τεστ πρέπει να αρχίζει από τη ηλικία σχεδόν 21 ετών και μετά (ανεξάρτητα με την ηλικία έναρξης των σεξουαλικών επαφών), πάντα σε ενεργές σεξουαλικά γυναίκες και μέχρι την ηλικία των 65 ετών.
Μία γυναίκα μέχρι 21 ετών δεν κινδυνεύει καθώς ο νεανικός οργανισμός μπορεί να αντιμετωπίζει τη λοίμωξη αν συμβεί και επιπλέον το ποσοστό καρκίνου σε αυτές τις ηλικίες είναι σχεδόν μηδέν.
Σε γυναίκες 65 ετών ή μεγαλύτερες, που είχαν 3 πρόσφατα τεστ χωρίς παθολογία και κανένα παθολογικό τεστ εντός της τελευταίας δεκαετίας, μπορεί να σταματήσει ο έλεγχος με τεστ Παπ.
Πρέπει να τονίζεται στις γυναίκες αυτές, ότι αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν πρέπει να ελέγχονται κάθε χρόνο για πρόληψη των καρκίνων των ωοθηκών, του ενδομητρίου (αμφότερων με ενδοκολπικό υπερηχογράφημα), του αιδοίου και κυρίως του μαστού.
Η γυναίκα πρέπει να φροντίζει να είναι εκτός περιόδου. Ιδανική περίοδος για τη λήψη είναι η 1η εβδομάδα μετά το τέλος της περιόδου δηλαδή περίπου στα μισά του κύκλου.
Να τονίσουμε ότι το τεστ Παπανικολάου δεν επιβάλλεται να γίνει στη μέση του κύκλου, αλλά όταν γίνεται πρέπει να ενημερώνετε τον γυναικολόγο σας σε ποια ημέρα του κύκλου σας είστε (δηλαδή πότε ήταν η τελευταία σας περίοδος), δεδομένου ότι τα κύτταρα στον τράχηλο της μήτρας υφίστανται διαφοροποιήσεις εξαιτίας των φυσιολογικών ορμονικών αλλαγών μέσα στο μήνα, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση του δείγματος.
Για να είναι ακριβή τα αποτελέσματα πρέπει να αποφεύγεται η σεξουαλική επαφή, η χρήση ταμπόν και οι ενδοκολπικές κρέμες ή ενδοκολπικά υπόθετα για 48 ώρες πριν τη λήψη.
Η γυναίκα ξαπλώνει στη γυναικολογική καρέκλα και με τη βοήθεια ενός κολποδιαστολέα γίνεται επισκόπηση του κόλπου και του τραχήλου και στη συνέχεια με μια μικρή ξύλινη σπάτουλα και με ένα μαλακό βουρτσάκι λαμβάνεται δείγμα κυττάρων από τον κόλπο και από τον τράχηλο (τόσο τον εξωτράχηλο όσο και τον ενδοτράχηλο).
Τα δείγματα στρώνονται σε μικρά γυάλινα πλακάκια (αντικειμενοφόρες πλάκες), μονιμοποιούνται και μετά από μια μικρή επεξεργασία, εξετάζονται σε δεύτερο χρόνο από κυτταρολόγους στο μικροσκόπιο.
Το τεστ Παπ δεν πονάει. Οι περισσότερες γυναίκες δεν νιώθουν καμία ενόχληση και δεν καταλαβαίνουν πραγματικά τίποτα. Κάποιες φορές ίσως αισθανθεί η γυναίκα μία μικρή ενόχληση, που διαρκεί δευτερόλεπτα, κάτι που εξαρτάται και από τον τρόπο της λήψης.
Είναι απόλυτα φυσιολογικό να παρατηρηθεί μετά τη λήψη, κάποιες φορές σε κάποιες γυναίκες, λίγο αίμα, ροζ ή ανοιχτού κόκκινου χρώματος, το οποίο όμως θα σταματήσει μετά από μερικές ώρες.
Στο τεστ Παπ προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε αλλοιώσεις των κυττάρων του τραχήλου που προκαλούνται κατά πλειονότητα από τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων HPV.
Η μόλυνση από τον ιό HPV είναι πολύ συνήθης και προσβάλλει γυναίκες και άνδρες.
Κατά γενικό κανόνα ο ιός μεταδίδεται με την ερωτική επαφή.
Οι συνήθεις στόχοι των διαφόρων υπότυπων (στελεχών) HPV είναι το δέρμα και οι βλεννογόνοι του κατώτερου γεννητικού συστήματος, της περιοχής του πρωκτού και του στοματοφάρυγγα.
Οι HPV μεταδίδονται με την τριβή του δέρματος και των βλεννογόνων. Όταν υπάρχει έντονη τριβή δημιουργούνται μικρές αμυχές, μικροτραυματισμοί από όπου εισέρχεται ο ιός στον οργανισμό και μολύνει τη βασική στιβάδα του επιθηλίου.
Μέχρι τώρα έχουν εντοπιστεί περισσότεροι από 100 τύποι του ιού. Μας ενδιαφέρουν 49 στελέχη κυριώς. Ορισμένα στελέχη ονομάζονται χαμηλού κινδύνου και προκαλούν τα οξυτενή κονδυλώματα τα οποία παρατηρούμε κυρίως στα εξωτερικά γεννητικά όργανα. Τα στελέχη υψηλού κινδύνου δύναται να προκαλέσουν μη ορατές επίπεδες αλλοιώσεις του τραχήλου που εξελίσσονται στις προκαρκινικές δυσπλασίες και στον καρκίνο.
Το τεστ Παπ είναι μια εξέταση ρουτίνας για μαζικό έλεγχο (screening) του γυναικείου πληθυσμού.
Χρησιμεύει μόνο για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Δεν είναι αξιόπιστο για την ανίχνευση άλλων γυναικολογικών καρκίνων (ενδομητρίου, ωοθηκών, κόλπου, αιδοίου).
Για την πρόληψη του συνόλου των γυναικολογικών καρκίνων ο γυναικολόγος θα καθορίσει, ανάλογα με την περίπτωση, εάν χρειάζονται συμπληρωματικές εξετάσεις και ποιες (υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων, μαστογραφία, υπερηχογράφημα μαστών, καρκινικοί δείκτες κ.ά.).
Με το τεστ Παπ έχουμε ενδείξεις για πιθανό πρόβλημα, όχι όμως αποδείξεις και σίγουρη και τελική διάγνωση.
Σε περίπτωση παθολογικού αποτελέσματος στο τεστ παπ ο γυναικολόγος και πάλι θα προσδιορίσει τι χρειάζεται να γίνει στη συνέχεια (κολποσκόπηση, βιοψία, HPV-DNA τεστ, κ.ά.) ώστε να αποδειχθεί η πιθανή παθολογική κατάσταση και να αντιμετωπιστεί σωστά.
Στην Ελλάδα ακολουθείται η πρακτική η γυναίκα να κάνει τεστ Παπ τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο.
Όμως οι τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες (47/2021) της Ελληνικής Μαιευτικής και Γυναικολογικής Εταιρείας προτείνουν σε γυναίκες ηλικίας 21-30 ετών κυτταρολογική εξέταση κολποτραχηλικού επιχρίσματος (τεστ Παπ) κάθε τρία χρόνια καθώς ο ετήσιος, όπως και ο ανά διετία έλεγχος αυτών των γυναικών έχει αποδειχθεί ότι ανιχνεύει ένα σημαντικό ποσοστό παροδικών λοιμώξεων και οδηγεί σε αύξηση των διαγνωστικών αλλά και επεμβατικών κολποσκοπήσεων έναντι του ελέγχου ανά τριετία, ενώ δε φαίνεται να μειώνει σημαντικά το δια βίου κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.
Στην ηλικιακή ομάδα άνω των 30 ετών συστήνεται ο ανά τριετία έλεγχος των γυναικών με συνδυασμό κυτταρολογικής εξέτασης και HPV DNA τεστ καθώς φαίνεται ότι αποτελεί την καλύτερη μέθοδο πληθυσμιακού ελέγχου έναντι του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Οι σημαντικότερες διεθνείς οδηγίες για τον πληθυσμιακό έλεγχο έναντι του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα.
Πίνακας 1: κατευθυντήριες οδηγίες screening τραχήλου σύμφωνα με την American Society of Colposcopy and Cervical Pathology (ASCCP)
Πληθυσμός αναφοράς
Προτεινόμενη μέθοδος ελέγχου
Γυναίκες ηλικίας <21 ετών
Κανένας έλεγχος
Γυναίκες ηλικίας 21-29 ετών
Κυτταρολογία κάθε τρία χρόνια
Γυναίκες ηλικίας 30-65 ετών
Συνδυασμός κυτταρολογίας και HPV κάθε 5 χρόνια (προτείνεται). Η κυτταρολογία κάθε τρία χρόνια αποτελεί αποδεκτή εναλλακτική. Ο έλεγχος με HPV DNA ανά πενταετία αποτελεί εναλλακτική εξέταση.
Γυναίκες ηλικίας άνω των 65 ετών
Δε χρειάζεται περαιτέρω έλεγχος εφόσον τα προηγούμενα αποτελέσματα ήταν αρνητικά
Γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε υστερεκτομή
Δε χρειάζεται περαιτέρω έλεγχος
Γυναίκες που έχουν εμβολιασθεί έναντι των HPV
Όμοιες κατευθυντήριες οδηγίες ανά ηλικιακή ομάδα με τις μη εμβολιασμένες γυναίκες
Αναφέρεται ως το "σύγχρονο τεστ Παπ". Ακόμα και σήμερα αναφέρεται ο όρος Thin Prep, όμως αυτός ο όρος είναι εμπορικός και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται. Ο σωστός όρος είναι κυτταρολογία υγρής φάσης.
Η κυτταρολογία υγρής φάσης (LBC) είναι η πρώτη πραγματική βελτίωση του κλασσικού τεστ Παπ (συμβατική κυτταρολογία) από την πρωτοεμφάνιση του πριν από 50 χρόνια.
Η λήψη του γίνεται με τον ίδιο ακριβώς ανώδυνο τρόπο όπως και το κλασσικό τεστ Παπ, τα κύτταρα όμως δεν επιστρώνονται απευθείας στο πλακίδιο αλλά τοποθετούνται σε φιαλίδιο με μονιμοποιητικό υγρό. Τα κύτταρα συλλέγονται από τον τράχηλο με ένα ειδικό βουρτσάκι. Συλλέγονται συγχρόνως κύτταρα από το εξωτερικό μέρος του τραχήλου και τον ενδοτραχηλικό σωλήνα. Στη συνέχεια, το τελικό τμήμα της βούρτσας αποσπάται και τοποθετείται σε ένα φιαλίδιο με το ειδικό υγρό.
Τα σημαντικότερο πλεονεκτήματα της LBC είναι ότι εξασφαλίζει τη συλλογή όλων των κυττάρων της λήψης και τη σωστή συντήρηση τους, ενώ αντίθετα, στο κλασσικό τεστ Παπ απορρίπτεται μεγάλη ποσότητα των κυττάρων με τη σπάτουλα και το βουρτσάκι λήψης.
Στο κλασσικό τεστ Παπ, η απλή επάλειψη των κυττάρων στα γυάλινα πλακίδια προκαλεί ακανόνιστη επίστρωση και συχνά δυσκολεύει την αξιολόγηση στο μικροσκόπιο. Αντιθέτως, η LBC προσφέρει επιχρίσματα άριστης ποιότητας καθώς τα κύτταρα εμφανίζονται το ένα δίπλα στο άλλο και όχι σε συμπλέγματα, με αποτέλεσμα να φαίνονται ευκολότερα πιθανές ανωμαλίες των κυττάρων και ο κυτταρολόγος να κάνει ακριβέστερη διάγνωση.
Ακόμη η LBC επιτρέπει τη διενέργεια επιπλέον εξετάσεων, που τυχόν θα χρειαστούν, στο ίδιο δείγμα, χωρίς επαναληπτική επίσκεψη και λήψη άρα λιγότερη ταλαιπωρία για τη γυναίκα. Μπορεί δηλαδή ταυτόχρονα να πραγματοποιηθεί ανίχνευση και τυποποίηση των στελεχών του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) καθώς και ταυτοποίηση χλαμυδίων και άλλων λοιμογόνων παραγόντων (π.χ. μυκόπλασμα, ουρεόπλασμα, HSV, κλπ).
Συγκριτικά δεν υπερτερεί σε σχέση με τη συμβατική κυτταρολογία (κλασσικό τεστ Παπ) στην ανίχνευση των υψηλόβαθμων αλλοιώσεων ή του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και το Αμερικανικό Κολλέγιο Μαιευτήρων Γυναικολόγων συστήνει και τις δυο μεθόδους για τον πληθυσμιακό έλεγχο των γυναικών.
Το HPV DNA test χρησιμοποιείται για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και αποτελεί χρήσιμο εργαλείο σε παθολογικό τεστ Παπανικολάου.
Έχει αποδειχθεί ότι η καρκινογένεση στον τράχηλο της μήτρας αρχίζει συνήθως μετά από επιμένουσα ή υποτροπιάζουσα φλεγμονή από ογκογόνους τύπους του ιού HPV.
Με το HPV DNA test ανιχνεύουμε την παρουσία ή όχι 49 γονότυπων του ιού που κάποιοι ευθύνονται για οξυτενή κονδυλώματα και κάποιοι για καρκίνους.
Οι συνήθεις στόχοι των HPV είναι το δέρμα και οι βλεννογόνοι του κατώτερου γεννητικού συστήματος, της περιοχής του πρωκτού και του στοματοφάρυγγα και άρα μπορεί να προκαλέσουν υπό κατάλληλες συνθήκες καρκίνους σε διάφορα όργανα (τράχηλος μήτρας, κόλπος, αιδοίο, πρωκτός, πέος, στοματοφάρυγγας).
Η λήψη γίνεται όπως και στο τεστ Παπανικολάου. Ένα βουρτσάκι εισάγεται στο τραχηλικό στόμιο, περιστρέφεται για συλλογή υλικού και μετά τοποθετείται σε ειδικό φιαλίδιο και αποστέλλεται στο εργαστήριο.
Η εξέταση του mRNA με τη χρήση του APTIMA φαίνεται ότι αποτελεί μια εναλλακτική πρόταση της εξέτασης του HPV DNA και η απευθείας σύγκρισή του με τα διάφορα διαθέσιμα τεστ υποδηλώνει την πιθανή υπεροχή του έναντι αυτών καθώς το τεστ διακρίνεται για την υψηλή διαγνωστική του ευαισθησία η οποία συνοδεύεται και από αυξημένη ειδικότητα σε σύγκριση με τα διαθέσιμα HPV-DNA test.