Ο εσωτερικός ιστός της κοιλότητας της μήτρας λέγεται ενδομήτριο και είναι αυτός ο ιστός που κάθε μήνα με την επίδραση των ορμονών του κύκλου, παχαίνει και αποπίπτει στην έμμηνο ρύση.
Η ενδομητρίωση είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενδομητρίου εκτός της ενδομητρικής κοιλότητας που φυσιολογικά βρίσκεται, η οποία προκαλεί χρόνια φλεγμονώδη αντίδραση. Είναι μια γυναικολογική πάθηση που αφορά κυρίως γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας (κυρίως 22 με 35 ετών), όλων των εθνικών και κοινωνικών ομάδων.
Είναι από τις πιο συχνές γυναικολογικές παθήσεις, σίγουρα η πιο ύπουλη και παρουσιάζεται σε ποσοστό περίπου 10% (άρθρο WHO 2021).
Η ενδομητρίωση εντοπίζεται σε περιοχές έξω από τη μήτρα, δηλαδή στα όργανα της κοιλιάς και το περιτόναιο. Στις περιοχές αυτές αναπτύσσονται οζίδια ενδομητρίωσης ή εμφυτεύσεις ενδομητρίωσης ή εστίες. Οι πιο συχνές περιοχές εντόπισης της είναι:
Οι βλάβες μπορεί να είναι μαύρες, σκούρες καφέ ή κυανές ή να περιέχουν παλιό αίμα που περιβάλλεται από ίνωση ποικίλης έκτασης. Άτυπες ή λεπτές βλάβες περιλαμβάνουν λευκές πλάκες ή ωχροκίτρινες δυσχρωμίες του περιτοναίου ή/και ερυθρές εμφυτεύσεις (πετεχειώδεις, κυστικές, πολυποειδείς, αιμορραγικές).
Τα ενδομητριώματα ή σοκολατοειδείς κύστεις αντιπροσωπεύουν την πιο συχνή εμφάνιση της νόσου και συνήθως ανακαλύπτονται τυχαία κατά την διάρκεια ενός γυναικολογικού check up. Περιέχουν παχύρευστο σοκολατόχρωμο υγρό και συχνά συμφύονται ισχυρά με το περιτόναιο ενώ η περιβάλλουσα ίνωση μπορεί να επηρεάσει τις σάλπιγγες και το έντερο.
Δεν πονάνε παρά μόνο αν συνοδεύονται από ενδομητρίωση σε άλλες περιοχές όπως π.χ. οπισθοπεριτοναϊκή, η οποία συνοδεύεται από άλγος. Λόγω της θέσης τους μπορεί να επηρεάζεται η γονιμότητα.
Η οπισθοπεριτοναϊκή ενδομητρίωση θεωρείται η πιο σοβαρή μορφή της νόσου γιατί δημιουργεί σοβαρές διαταραχές και συνοδεύεται από άλγος κατά την διάρκεια ή και εκτός της περιόδου. Γυναίκες με οπισθοπεριτοναϊκή ή εν τω βάθει, ή οζώδη ενδομητρίωση μπορεί να πονάνε όχι μόνο στην περίοδο, αλλά και κατά τη διάρκεια σεξουαλικών επαφών, εντερικών κενώσεων, ούρησης αλλά και κατά τη διάρκεια της μέρας.
Τα οζίδια από ενδομητρικό ιστό μπορεί να εντοπίζονται σε περιοχές όπως οι σύνδεσμοι της μήτρας και μπορεί να επεκτείνονται προς τον κόλπο ή το έντερο. Με την πάροδο του χρόνου παραμορφώνουν και παγιδεύουν ιστούς, αλλάζουν την τοπική ανατομία και προκαλούν στερεές και συμπαγείς συμφύσεις προκαλωντας έντονο πόνο.
Η οπισθοπεριτοναϊκή ενδομητρίωση μπορεί να συνοδεύεται και από ωοθηκική ή και περιτοναϊκή ενδομητρίωση. Αυτό το σύμπλεγμα δημιουργεί μια εικόνα γενικευμένης πυελικής ενδομητρίωσης, η οποία είναι από τις βαρύτερες μορφές και αποτελεί τη βασικότερη αιτία χρόνιου άλγους στη γυναίκα.
Δεν είναι γνωστές οι αιτίες της ενδομητρίωσης και γι’ αυτό και έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες όσον αφορά την αιτιολογία της.
Η πιο γνωστή θεωρία ανάπτυξης ενδομητρίωσης είναι μέσω της μετανάστευσης κυττάρων ενδομητρίου κατά την διάρκεια της περιόδου. Συγκεκριμένα το αίμα κατά την περίοδο πέφτει μέσω των σαλπίγγων μέσα στην κοιλιακή χώρα, οπότε στις γυναίκες με προδιάθεση ενδομητρίωσης γίνεται εμφύτευση αυτών των κυττάρων του ενδομητρίου σε κοιλιακά όργανα και στο περιτόναιο. Έτσι δημιουργούνται οι εστίες ενδομητρίωσης.
Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι η ενδομητρίωση δημιουργείται λόγω κυτταρικής μετάπλασης και ανοσολογικής ανωμαλίας. Κύτταρα έξω από τη μήτρα αλλάζουν σε κύτταρα παρόμοια με ενδομητρίου και το ανοσοποιητικό σύστημα δεν είναι σε θέση να βρει και να τα καταστρέψει. Έτσι με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται, παραμένουν και αναπτύσσονται.
Έχει παρατηρηθεί επίσης ότι η ενδομητρίωση υπάρχει σε πολλά μέλη της ίδιας οικογένειας. Γυναίκες που η μητέρα και η αδελφή έχουν ενδομητρίωση έχουν 6 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιάσουν ενδομητρίωση. Έτσι αναπτύχθηκε η θεωρία της κληρονομικότητας.
Τα συμπτώματα που τυπικά σχετίζονται με ενδομητρίωση περιλαμβάνουν:
Κάθε μήνα οι ορμόνες του κύκλου που επιδρούν στο ενδομήτριο αυξάνουν το πάχος του.
Αυτό γίνεται για να υποδεχτεί το ενδομήτριο το γονιμοποιημένο ωάριο και να το θρέψει τις πρώτες μέρες της ζωής του. Αν το ωάριο δεν γονιμοποιηθεί το ενδομήτριο πέφτει (αποπίπτει) χρησιμοποιώντας την φυσική γεννητική οδό μήτρας, τραχήλου, κόλπου, αιδοίου και δημιουργεί την έμμηνο ρύση.
Οι διάσπαρτες εστίες της ενδομητρίωσης ανταποκρίνονται με τον ίδιο τρόπο στην περιοδική αλλαγή των ορμονών. Κάθε μήνα μεγαλώνουν και αν δεν έχουμε εγκυμοσύνη ο επιπλέον ιστός που δημιουργείται αιμορραγεί, όμως δεν υπάρχει έξοδος διαφυγής για αυτόν τον ιστό και το αίμα.
Γι’ αυτό τον λόγο οι εστίες της ενδομητρίωσης γίνονται μεγαλύτερες και τα συμπτώματα χειροτερεύουν με τον καιρό δημιουργώντας φλεγμονή και πόνο.
Μέχρι σήμερα κανένα διαγνωστικό εργαλείο ή τεστ διαλογής που έχει προταθεί και δοκιμαστεί δεν έχει επικρατήσει για να μας δώσει με ακρίβεια τη διάγνωση. Η έγκαιρη υποψία είναι παράγοντας-κλειδί για την πρώιμη διάγνωση.
Αδιαμφισβήτητα ο πιο σίγουρος τρόπος για να τεθεί η διάγνωση της ενδομητρίωσης είναι η διαγνωστική λαπαροσκόπηση. Μόνο με την λαπαροσκόπηση ελέγχουμε επακριβώς την ύπαρξη και την έκταση της ενδομητρίωσης και χαρτογραφούμε τις βλάβες.
Το διακολπικό υπερηχογράφημα μήτρας ωοθηκών έχει περιορισμένη διαγνωστική αξία συγκρινόμενο με τη λαπαροσκόπηση όσον αφορά τις περιπτώσεις περιτοναϊκής ενδομητρίωσης, αλλά είναι χρήσιμο εργαλείο στη διάγνωση ενδομητριωμάτων.
Επίσης υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα που να αξιολογούν την μαγνητική τομογραφία ως χρήσιμο εργαλείο για τη διάγνωση ή τον αποκλεισμό ενδομητρίωσης, συγκρινόμενη με τη λαπαροσκόπηση.
Τα επίπεδα του βιοχημικού δείκτη Ca-125 μπορεί να είναι αυξημένα στην ενδομητρίωση. Ωστόσο, συγκρινόμενη με τη λαπαροσκόπηση, η μέτρηση των επιπέδων του στον ορό δεν έχει διαγνωστική αξία.
Κάθε περίπτωση ενδομητρίωσης είναι διαφορετική από άτομο σε άτομο άρα η θεραπεία εξατομικεύεται (κατευθυντήρια οδηγία ESHRE 2022).
Το μέγεθος του πόνου που προκαλεί η ενδομητρίωση εξαρτάται από το σημείο στο οποίο εντοπίζεται και από το συνολικό ποσό των ενδομητριωσικών εστιών. Η πιο σωστή αντιμετώπιση είναι χαρτογράφηση των βλαβών κι έπειτα σε συνδυασμό με τα συμπτώματα και το προφίλ κάθε γυναίκας να καθοριστεί η θεραπεία. Σε μια γυναίκα μπορεί να προέχει η ανακούφιση από τον πόνο, σε άλλη η επίτευξη εγκυμοσύνης.
Η θεραπεία είναι φαρμακευτική ή χειρουργική ή συνδυασμός και των δύο. Η φαρμακευτική αγωγή περιλαμβάνει παυσίπονα, αντισυλληπτικά χάπια, προγεστερόνη και ενέσιμα σκευάσματα που προκαλούν τεχνητή εμμηνόπαυση. Θα πρέπει όμως να γίνει ξεκάθαρο, ότι η νόσος δεν εξαλείφεται με τα φάρμακα. Αυτό που κάνουν τα φάρμακα (εκτός των παυσίπονων) είναι να μειώνουν την ποσότητα των οιστρογόνων και του ερεθισμού που προκαλούν τα οιστρογόνα στις εστίες της ενδομητρίωσης. Στις γυναίκες με έντονο χρόνιο πυελικό άλγος μπορεί να έχουμε θεαματικά αποτελέσματα αλλά και πάλι μόνο κατά την διάρκεια που η γυναίκα υποβάλλεται στην θεραπεία.
Η χειρουργική θεραπεία συνήθως είναι ενδεδειγμένη για γυναίκες με ενδομητρίωση σε μεγάλο βαθμό, ισχυρούς πόνους ή προβλήματα γονιμότητας.
Να τονίσουμε πως ο κίνδυνος υποτροπής της νόσου είναι μεγάλος έπειτα από οποιαδήποτε θεραπευτικό σχήμα (η ύπουλη πάθηση που λέγαμε).