Είναι πολύ συχνό κατά τον ετήσιο γυναικολογικό έλεγχο να ανακαλύπτεται τυχαία η ύπαρξη κάποιας κύστης στις ωοθήκες μιας γυναίκας. Οι κύστεις αυτές είναι διαφόρων ειδών, οι περισσότερες είναι καλοήθεις και αν και συμβαίνουν πιο συχνά κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας, μπορεί να εμφανιστούν σε γυναίκες όλων των ηλικιών.
Ο όρος κύστη στην ιατρική σημαίνει λεπτοτοιχωματικός σχηματισμός με υγρό. Αν δεν είναι μόνο υγρό και περιλαμβάνει και συμπαγή στοιχεία, τότε μιλάμε πιο σωστά για μόρφωμα ωοθήκης.
Οι κύστεις εξορμώνται από τις ωοθήκες και άλλοτε τις περιλαμβάνουν. Το μέγεθος τους ποικίλλει από χιλιοστά μέχρι μερικά εκατοστά.
Μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικές αλλά κάποιες φορές μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές στον κύκλο της γυναίκας ή και πόνο, αιτίες που θα την οδηγήσουν στο γυναικολόγο.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση η διάγνωση μιας κύστης στις ωοθήκες θα πρέπει να διερευνάται, να αξιολογούνται τα χαρακτηριστικά της και να αντιμετωπίζεται ανάλογα (ειδικά μετά την ηλικία των 35 ετών).
Λειτουργικές κύστεις
Είναι οι πιο συχνές.
Φυσιολογικά σε όλες τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, κάθε μήνα από τη μία συνήθως ωοθήκη ωριμάζει ένα ωοθυλάκιο το οποίο σπάει (ωορρηξία) στο μέσο του κύκλου. Αν για κάποιο λόγο το ωοθυλάκιο δεν υποστεί ωορρηξία δημιουργούνται οι λεγόμενες ωοθυλακικές κύστεις ή κύστεις ωοθυλάκιου ή απλές ορώδεις κύστεις (που οφείλονται στη μη απορρόφηση του ωοθυλακικού υγρού).
Αυτές συνήθως εξαφανίζονται από μόνες τους στους επόμενους κύκλους.
Αντίθετα, αν το ωοθυλάκιο υποστεί ρήξη και φυσιολογικά δημιουργηθεί το ωχρό σωμάτιο (αν δεν γονιμοποιηθεί), τότε για άλλους λόγους ωχρινοποιείται και μπορεί να δημιουργηθούν οι λεγόμενες κύστεις του ωχρού σωματίου (ή ωχρινικές κύστεις), οι οποίες και αυτές συνήθως εξαφανίζονται στους επόμενους κύκλους.
Αν μια ωχρινική κύστη περιέχει και αίμα τότε ονομάζεται ωχραιμάτωμα. Η χορήγηση ορμονικών σκευασμάτων (κυρίως αντισυλληπτικά δισκία) για την αντιμετώπιση αυτών των κύστεων χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα αλλά θεωρείται παρωχημένη σαν θεραπευτική μέθοδος.
Η ενδομητρίωση είναι από τις πιο ύπουλες γυναικολογικές παθήσεις. Οι κύστεις αυτές δημιουργούνται όταν ο ενδομητρικός ιστός (ο ιστός δηλαδή που βρίσκεται φυσιολογικά μόνο στην εσωτερική στιβάδα της μήτρας που λέγεται ενδομήτριο) για κάποιους λόγους αναπτύσσεται στις ωοθήκες και δημιουργεί αυτές τις κύστεις.
Η ενδομητρίωση σχετίζεται με την υπογονιμότητα και γυναίκες που πάσχουν από ενδομητρίωση εμφανίζουν έντονο πόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου και της σεξουαλικής επαφής.
Οι κύστεις αυτές δεν απορροφώνται μόνες τους αλλά χρειάζεται χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση τους.
Είναι καλοήθεις συνήθως, εμφανίζονται περίπου από τα 10 έως τα 30 έτη (ο πιο συχνός όγκος στην εφηβεία) και αποτελούν συνήθως τυχαίο εύρημα.
Προέρχονται από εμβρυικά κύτταρα που έχουν εγκλωβισθεί στην ωοθήκη και γι’ αυτό ανευρίσκονται στο εσωτερικό τους τρίχες, νύχια, δόντια, δέρμα κ.α.
Συνήθως δεν έχουν συμπτωματολογία όμως μπορεί να εμφανιστούν και με ήπιο ή έντονο κοιλιακό άλγος. Συχνή είναι η εντόπιση τους στην εγκυμοσύνη ή στη λοχεία.
Μπορεί να βρίσκονται ταυτόχρονα και στις δύο ωοθήκες. Είναι πολύ συχνοί όγκοι και πρέπει πάντα να αφαιρούνται.
Είναι καλοήθεις όγκοι των ωοθηκών και μπορεί να φθάσουν πολλά εκατοστά σε μέγεθος.
Ανάλογα με το περιεχόμενο που έχει η κύστη, υπάρχει το ορώδες κυσταδένωμα και το βλεννώδες κυσταδένωμα.
Πρέπει να αφαιρούνται και να αποστέλλονται για βιοψία.
Αποτελούν κακοήθη νεοπλάσματα προερχόμενα από: το βλαστικό επιθήλιο, τα γεννητικά κύτταρα, το στρώμα ή το μεσέγχυμα της ωοθήκης.
Είναι προφανώς οι πιο επικίνδυνες για την υγεία και επειδή ο καρκίνος των ωοθηκών είναι μια πολύ ύπουλη ασθένεια (καλείται από τους Αμερικάνους και silent killer=σιωπηλός δολοφόνος), μπορεί τα συμπτώματα του να ξεγελάσουν και να καθυστερήσουν από την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία.
Οι περισσότερες κύστεις συνήθως δεν προκαλούν συμπτώματα, παρ’ όλα αυτά κάποιες φορές μπορεί να παρατηρηθούν τα εξής:
Η διάγνωση γίνεται με τη αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση και κυρίως με το υπερηχογράφημα των έσω γεννητικών οργάνων (διακολπικό υπερηχογράφημα μήτρας - ωοθηκών αλλά και διακοιλιακό αν χρειαστεί).
Σε περίπτωση που μία κύστη με βάση τα χαρακτηριστικά της διαγνωσθεί ως ύποπτη μπορεί να ακολουθήσει περαιτέρω έλεγχος όπως doppler για τον έλεγχο της αγγείωσης της κύστης, αιματολογικός έλεγχος για καρκινικούς δείκτες (CA 125, HE4, AFP, hCG, CEA, CA 19-9, inhibin B), ορμονικός έλεγχος (AMH, οιστραδιόλη, τεστοστερόνη), αξονική τομογραφία.
Επίσης σε υποψία κακοήθειας θα πρέπει να γίνεται εκτίμηση των μαστών, της βουβωνικής, της μασχαλιαίας χώρας και της υπερκλείδιας χώρας καθώς και ακρόαση πνευμόνων.
Ασθενείς χωρίς επείγουσα κλινική εικόνα, οι οποίες φέρουν ύποπτη για κακοήθεια εξαρτηματική/περιτοναϊκή μάζα, θα πρέπει να απευθύνονται σε ειδικό στη γυναικολογική ογκολογία (κατευθυντήρια οδηγία ΕΜΓΕ 40/2020).
Πριν ο ιατρός προχωρήσει σε παρακολούθηση ή χειρουργική θεραπεία μιας κύστεως, πρέπει να λάβει υπόψιν του κάποιους παράγοντες όπως την ηλικία της ασθενούς, το μέγεθος και τα απεικονιστικά "χαρακτηριστικά" της στο διακολπικό υπερηχογράφημα, την παρουσία ή όχι συμπτωμάτων (όπως σημαντικού βαθμού πόνος) και την συνύπαρξη παραγόντων κινδύνου από το ατομικό ή και οικογενειακό ιστορικό της γυναίκας.
Έτσι, αν μια κύστη βρεθεί σε μια νέα γυναίκα, αναπαραγωγικής ηλικίας τότε είναι πιθανότερο να είναι λειτουργική ή ενδομητριωσική παρά νεοπλασματική.
Οι λειτουργικές κύστεις, όπως αναφέρθηκε συνήθως υποχωρούν από μόνες τους και απλά χρειάζονται υπερηχογραφική παρακολούθηση ενώ η παλαιότερη θεραπεία με ορμονικά σκευάσματα όπως ήδη τονίσαμε σιγά σιγά εγκαταλείπεται καθώς την ίδια δουλειά θα κάνει ο φυσικός κύκλος από μόνος του.
Χειρουργική θεραπεία συστήνεται, όταν:
Η λαπαροσκόπηση είναι η χειρουργική μέθοδος εκλογής, παρ’ όλα αυτά το ανοιχτό χειρουργείο προτιμάται σε ορισμένες περιπτώσεις όπως οι κακοήθεις κύστεις.
Η βιοψία είναι αυτή που θα θέσει την τελική διάγνωση.